-
1 προσφερομένα
προσφερομένᾱ, προσφέρωbring to: pres part mp fem nom /voc /acc dualπροσφερομένᾱ, προσφέρωbring to: pres part mp fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 προσφερόμενα
προσφέρωbring to: pres part mp neut nom /voc /acc pl -
3 προσφερομένας
προσφερομένᾱς, προσφέρωbring to: pres part mp fem acc plπροσφερομένᾱς, προσφέρωbring to: pres part mp fem gen sg (doric aeolic) -
4 προσφέρω
προσφέρω (once [full] ποσφέρω, q.v.), [dialect] Dor. [full] ποτιφέρω Prov. ap. Plu.2.239a: [tense] fut.A : [dialect] Ion. [tense] aor.προσένεικα Hdt.3.87
: [dialect] Ion. [tense] aor. [voice] Pass.προσηνείχθην Id.9.71
:— bring to or upon, apply to,π. πύργοισι κλιμάκων προσαμβάσεις E.Ph. 488
; ; μηχανὰς [τοῖσι τείχεσι] Hdt.6.18, cf. Th.2.58 (and so metaph., Hdt.6.125 (unless in signf. A. 1.2); π. νόμον, ψήφισμα πρὸς τὴν συγγραφήν bring to bear against.., D.35.39);τὴν χεῖρα πρὸς τοὺς μυκτῆρας Hdt.3.87
; but χέρα τινὶ προσενεγκεῖν lay hands upon.., Pi.P.9.36; π. τὰς χεῖρας αὐτοῖς, in hostile sense, Plb.3.79.4, cf. PCair.Zen.18.8 (iii B.C.), PPetr.2p.10 (iii B.C.) (but also in a friendly relation, X.Mem.2.6.31 sq., and in supplication to the gods, hold out one's hands to, UPZ106.12,107.14 (ii B.C.)); ἀνάγκην or ἀναγκαίην τισὶ π. Hdt.7.136, 172, cf. A.Ch.76 (lyr.);βίην τισί Hdt.3.19
;τινὶ βάσανον Pl.Phlb. 23a
; so of surgical or medical treatment, Hp.Ulc.24; πταρμὸν [τῇ λυγγί] Pl. Smp. 189a ([voice] Pass.). cf. 187e;τὰς τομὰς καὶ τὰς καύσεις τινί D.C.55.17
; κλύδωνα σαυτῷ αὐθαίρετον bring upon thyself, Trag.Adesp.568: without dat., apply, employ, use,καινὰ σοφά E.Med. 298
, Ar.Th. 1130 (cf. infr. 3);ἴαμα Th.2.51
; ;πάσας μηχανάς E.IT 112
;πάντας ἐλέγχους Ar.Lys. 484
; π. τόλμαν bring it to bear, Pi.N. 10.30; alsoπ. πόλεμον Hdt.7.9
.γ (v.l.); .2 add,μηδὲ π. μέθυ S.OC 481
(or in signf. A. 1.3a);εἰ κακὸν προσοίσομεν νέον παλαιῷ E.Med.78
(or perh., bear in addition);π. τι πρός τι Hdt. 6.125
(or in signf. A. 1.1).3 present, offer, ἄεθλον, of a triumphal ode, Pi.O.9.108;λουτρὰ πατρί S.El. 434
; [ τόξα] Id.Ph. 775;τὴν δᾷδά τινι Ar.Pl. 1052
;τὴν χεῖρά τινι ἄκραν Id.Lys. 436
;δῶρα Th.2.97
([voice] Pass.);οὐθὲν κολοβὸν προσφέρομεν πρὸς τοὺς θεούς Arist.Fr. 101
; οἶνον μὴ π. Schwyzer 696 ([place name] Chios);σφάγια καὶ θυσίας LXX Am.5.25
, al., cf. Ep.Hebr.11.4;τὸ δῶρόν σου Ev.Matt.5.24
, etc.b esp. of food, drink, or medicine,θαλλὸν χιμαίραις S.Fr. 502
;π. τὰ ῥυφήματα καὶ τὰ πόματα Hp.Acut.26
, cf. Pl.Phdr. 270b, Pl.Com.55, Alex.189, etc.;π. τὸ φάρμακον τῇ κεφαλῇ Pl.Chrm. 157c
; ἑαυτῷ π φάρμακον administer poison to oneself, POxy.472.6 (ii A.D.); set food before one, X.Mem.3.11.13 and 14, Pl.Lg. 792a: c. inf.,π. τινὶ ἐμπιεῖν καὶ φαγεῖν X.Cyr.7.1.1
; alsoδιψῶντι γάρ τοι πάντα προσφέρων σοφὰ οὐκ ἂν πλέον τέρψειας ἢ' μπιεῖν διδούς S.Fr. 763
;χυμὸς ἐπιτήδειος προσφέρειν Hp.VM24
;ὁ προσφέρων Id.Epid.1.23
:—[voice] Pass., τὰ προσφερόμενα ibid., X.Cyn.6.2;ἡ προσφερομένη τροφή Pl.Sph. 230c
.4 address proposals, an offer, etc.,π. λόγον τινί Hdt.3.134
, 5.30, cf. 40;περὶ σπονδῶν Th.3.109
;ὅτι.. D.48.6
;λόγους π. τισί Th.3.4
;λόγους π. περὶ ξυμβάσεως τοῖς στρατηγοῖς Id.2.70
, cf. Hdt.8.52;λόγους τισὶ ξυναποστῆναι Th.1.57
.5 convey property by deed of gift or by bequest, Arch.Pap. 4.130 (ii A.D.):—[voice] Pass., PAmh.2.71.6 (ii A.D.).II contribute, pay, ἑκατὸν τάλαντα π. Hdt.3.91, cf. Th.1.138; π. μετοίκιον pay an alientax, X.Vect.2.1, cf. OGI13.20 (Samos, iv B.C., [voice] Med.), PGiss.50.12 (iii A.D.); bring in, yield, X.Vect.4.15, D.27.9.III intr., resemble, c. acc. of respect in which,π. νόον ἀθανάτοις Pi.N.6.4
;θηρὸς χρωτὶ νόον προσφέρων Id.Fr.43
;π. τρόπους παιδί Trag.Adesp.453
; cf. infr. B. 1.5.B [voice] Pass., with [tense] fut.προσοίσομαι Th.6.44
, D.48.22: [tense] aor. προσηνεγκάμην, = προσηνέχθην, D.S.16.8:— to be borne towards, and of ships, put in,εἰς λιμένα X.Cyr.5.4.6
: hence,2 attack. assault,πρός τινας Hdt.5.34
, 111, 112, 7.209, X.HG4.3.20, etc.; τινι Hdt.5.109, Th.4.126, etc.; κατὰ τὸ ἰσχυρότατον προσηνείχθησαν attacked where the enemy was strongest, Hdt.9.71, cf. 5.101, Th.7.44, Pl.R. 422b; προσφέρεσθαι ἄποροι difficult to engage, Hdt.9.49, cf. Pl.Ly. 223b.3 without any sense of hostility, go to or towards, approach, ἐκ τοῦ Ἰκαρίου πελάγεος προσφερόμενοι sailing, Hdt.6.96;π. τοῖσι Κορινθίοισι Id.8.94
; τῷ σκοπέλῳ, τῇ Τρῳάδι, Luc.JTr.15, DMort.19.2;πόλεμος ἀπὸ Πελοποννήσου -φερόμενος Plu.Per.8
; τὰ -όμενα πρήγματα matters that were brought to him, Hdt.2.173.4 deal with, behave oneself in a certain way towards a person, ἀπὸ τοῦ ἴσου ὑμῖν π. Th.1.140;τοῖς κρείσσοσι καλῶς Id.5.111
, cf. X.Cyr.7.2.16;τισὶν οὐ μετρίως D. 9.24
, cf. PTeb.750.2 (ii B.C.), Sammelb.5675.6 (ii B.C.); φιλανθρώπως [τῇ Ποτειδαία] D.S.16.8, cf. SIG807.13 (Magn. Mae.); ὀρθότατα ἵπποις π. X.Eq.1.1; also , cf. Phdr. 252d;ἄριστα π. πρὸς τοὺς ἀμφισβητοῦντας D.48.22
; also of circumstances, ταῖς ξυμφοραῖς εὐξυνετώτερον meet them with intelligence, Th.4.18; πρὸς τὰ πράγματα ἄριστα π. Id.6.44;πρὸς τὰς τύχας Pl.R. 604d
; πρὸς λόγον answer it, X.Cyr.4.5.44: abs., χρησμῳδέων π. Hdt.7.6; ὀλιγώρως π. Lys.9.17.5 προσφέρεσθαί τινι come near, be like,ὁ χαρακτὴρ τοῦ προσώπου προσφέρεσθαι ἐδόκεε ἐς ἑωυτόν Hdt.1.116
; cf. supr. A. 111, and v. προσφερής.C [voice] Med., with [tense] fut.- οίσομαι Phld.Sign.8
: [ per.] 3sg.[tense] aor. 1 subj.- ενέγκηται Epicur.Ep.3p.64U.
:— προσφέρεσθαί τι take, of food or drink, assimilate, π. σῖτον, ποτόν. X.Cyr.4.2.41, cf. Aeschin.1.145, Thphr. HP8.4.5, Epicur. l.c., Plu.Dem.30, Cic.3, etc.2 exhibit, ὑμῖν φιλοτιμίαν Epist.Phil. ap. D.18.167, cf. Epicur.Ep.1p.14U., Inscr.Prien.42.14, 108.221 (ii B.C.), etc.; also π. ἑαυτόν ib.111.294 (i B.C.).3 like the [voice] Act., apply,κἂν ὁτιοῦν δουλείας Pl.R. 563d
;πᾶσαν σπουδὴν καὶ μηχανήν Plb.1.18.11
, cf. Supp.Epigr.2.663.5 (Prusa, ii B.C.), PTeb.27.14, al. (ii B.C.).4 contribute, (s. v. l.); bring with one as dowry,εἱματισμὸν καὶ κόσμον PEleph.1.4
(iv B.C.), cf. PGiss.2.12 (ii B.C.), etc.; cf.supr.A.11.6 = προσορίζω, add land by deed of conveyance, (Didyma, iii B.C.), cf. 221.44 (Ilium, iii B.C.), al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσφέρω
-
5 συνοράω
A to be able to see, have within the range of one's vision,πυρὰ ἔκαιον καὶ συνεώρων ἀλλήλους X.An.4.1.11
, cf. 5.2.13, Arr.An.5.11.2; θυρεὸν.. οὗ τὴν ἐπιγραφὴν οὐκ ἦν συνιδεῖν the inscription on which it was impossible to make out, Inscr.Délos 1417 A i 23 (ii B.C.);εἵ τις μὴ συνορῴη τὸ γινόμενον ἀλλὰ διὰ τῆς ἀκοῆς μόνον κρίνοι Artemo
ap.Ath.14.637e;συνιδόντες [τὸν στόλον].. ἀνήγοντο Plb.1.23.3
, cf. 1.28.7, 3.66.3, PRein.18.17 (ii B.C.), LXX 2 Ma.15.21, al., Plu.2.940d:—[voice] Pass.,δύνασθαι δεῖ συνορᾶσθαι τὴν ἀρχὴν καὶ τὸ τέλος Arist.Po. 1459b19
.II see, comprehend,ταῦτα πάντα Pl.Lg. 904b
, D.1.28;τὰ πολλαχῇ διεσπαρμένα Pl.Phdr. 265d
, cf. Lg. 965b;πράγματα συνιδεῖν ἱκανός Memn. 3.2
; δεινὴ φύσιν μικρῶν παιδίων συνιδεῖν εὐπρεπῆ clever at picking out or detecting.., D.59.18;νόμοι.. ῥᾴδιοι συνιδεῖν Isoc.12.144
;ἡ τῶν δημοσίων γραμμάτων φυλακὴ.. ἀπέδωκε τῷ δήμῳ, ὁπόταν βούληται, συνιδεῖν τοὺς πάλαι μὲν πονηρούς, ἐκ μεταβολῆς δ' ἀξιοῦντας εἶναι χρηστούς Aeschin.3.75
;οὐδεὶς ἐφ' αὑτοῦ τὰ κακὰ συνορᾷ,.. ἑτέρου δ' ἀσχημονοῦντος ὄψεται Men.631
;ὀρθῶς συνεώρακε τὸ ἀγνόημα Hipparch. 2.3.20
;τὸ πλῆθος τῶν τόνων συνιδεῖν Ptol.Harm.2.9
; συνιδεῖν ἦν τῷ προσέχοντι τὸν νοῦν [ἡ ἀρχὴ] ἰσχυρὰ οὖσα, i.e. one might see that it was.., X.An.1.5.9;εἰ μέλλοι τις τὰ διαφέροντα καθαρίως ἐν [τῇ Ῥωμαίων πολιτείᾳ] συνόψεσθαι Plb.6.3.4
;συνιδὼν.. ἰσχυρὸν ὑπάρχοντα.. τὸν ἀέρα Ph.Bel.77.17
; , cf. 635; μάχην οὗτος οὐ συνορᾷ he doesn't see any contradiction, Arr.Epict.1.5.8, cf. 2.19.1;τὴν κοινότητα συνορᾶν Plu.2.34c
, cf. 950d,977e, Cam.40;ὁ Κάλχας οὐ συνεῖδε τὸν καιρόν Id.2.29c
; τὸ αἴτιον ἐκ τῶν νῦν λεχθέντων ς. Arist.GA 772b11, cf. Plb.1.4.7; freq. in Epicur., Nat.28.11, al.;σ. περὶ τῶν ἀδήλων Ep.1p.5U.
;ἐκ τῶν λέξεων Nat.28.6
; ἐν τοῖς τοιούτοις ἀκροαταῖς οἳ οὐ δύνανται διὰ πολλῶν συνορᾶν οὐδὲ λογίζεσθαι πόρρωθεν cannot see an argument built up from many particulars, Arist.Rh. 1357a4;συνεωρακέναι καὶ λελογίσθαι ὅτι.. D.45.68
;συνορᾶν ὅτι.. Isoc.5.56
, Epicur.Fr.53, Sor.1.46, Plu. 2.698e;ὡς.. Thphr.Sens.36
, Luc.JTr.42;χαλεπὸν συνιδεῖν εἰ.. Isoc.2.7
;σ. ποία πολιτεία ἀρίστη Arist.EN 1181b21
;πότερον.. Id.Ph. 241b32
:—[voice] Pass., οὔπω συνῶπται ἱκανῶς has not yet been sufficiently observed, Id.GA 762a34, cf. HA 580a20;ἐκ τούτου πρῶτον συνοφθῆναι τὴν δύναμιν Thphr.HP9.10.2
.2 pay attention to, see to a thing, ; πρὸς τοὺς χρόνους τῆς ὥρης.. συνορῆν, ὅκως.. ib.4.3 [tense] aor. part. συνιδών, having become aware of, Act.Ap.12.12; συνιδόντες κατέφυγον ib.14.6.III resolve, c. inf., Lyd.Mag.3.26, Cod.Just.1.4.29.8; συνορῶ τέως ἐν ταυτότητι μεῖναι τὰς ῥύσεις I desire that.., POxy.940.2 v A.D.); decide judicially, PMonac.1.20, 6.55, al. (vi A.D.);ἐὰν συνίδῃ δεόμενον τὸ πρᾶγμα ζητήσεως Cod.Just.4.20.15.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνοράω
-
6 ὕποπτος
A viewed with suspicion or jealousy, of persons, A.Ag. 1637; opp. πιστός (trusted), Th.3.82; c. dat., an object of suspicion to one, , cf. Th.4.103, 104, etc.; ὕ. τινός suspected in relation to a thing, Plu Pomp.56;ἐπί τινι Luc.Cal.29
: c. inf., ὑ. αὐτοῖς μὴ προθύμως πέμψαι suspected by them of not having sent.., Th.6.75.2 of things,τάδ' ἦν ὕποπτα E.IT 1334
;τούτων ὑπόπτων ὄντων Antipho 2.2.4
, cf. Epicur.Sent.13, Sammelb.5761.22 (i A. D.);ὕ. ἂν γένοιτο X.Cyr.2.4.16
; ὕ. καθειστήκει c. inf., it was matter for suspicion to.., Th.4.78:τὰ ὕ.
suspected defects,Plu.
Galb.24.b expected, foreseen, of ague fits, ὕ. ἡμέρα, προσβολή, Ruf.Fr.68, Dsc.5.113.3 Adv., - τως διακεῖσθαι or ἔχειν to lie under suspicion, τινι Th.8.68, X.HG2.3.40.II [voice] Act., suspecting, fearing, c. gen., ;πρὸς φαρμακίην ὕ. Aret. SD1.5
, etc.: τὸ ὕ. suspicion, jealousy,τὸ ὕ. τῆς γνώμης Th.1.90
, cf. Plu.Cleom.36, Hdn.4.1.1; τῷ ὑ. μου from suspicion of me, Th.6.89;εἰς ὕποπτα μὴ μόλῃς ἐμοί E.El. 345
. Adv., with suspicion,- τως ἀποδέχεσθαι πάντα Th.6.53
, cf. 8.66;ὑ. ἔχειν πρός τινα Isoc.8.112
, D.19.132;περὶ τὰ προσφερόμενα Arist.Pr. 926b22
.2 of a horse, = ὑπόπτης 2, Poll.1.197.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὕποπτος
См. также в других словарях:
προσφερομένα — προσφερομένᾱ , προσφέρω bring to pres part mp fem nom/voc/acc dual προσφερομένᾱ , προσφέρω bring to pres part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφερόμενα — προσφέρω bring to pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφερομένας — προσφερομένᾱς , προσφέρω bring to pres part mp fem acc pl προσφερομένᾱς , προσφέρω bring to pres part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύνοια — η (ΑΜ εὔνοια, Α ιων. τ. εὐνοίη, ποιητ. τ. εὐνοΐη) ευνοϊκή διάθεση, ευμένεια, ευμενές ενδιαφέρον για κάποιον, υψηλή προστασία κάποιου από ευμενή διάθεση (α. «βεβαιότερος δ ὁ δράσας τὴν χάριν ὥστε ὀφειλομένην δι᾿ εὐνοιας ᾦ δέδωκε σῴζειν»… … Dictionary of Greek
κάλεσμα — το (Μ κάλεσμα[ν]) [καλώ] 1. πρόσκληση 2. στον πληθ. τὰ καλέσματα οι προσκεκλημένοι μσν. α) μτφ. συμπόσιο β) προσφορά, τα προσφερόμενα στο τραπέζι φαγητά για τους καλεσμένους … Dictionary of Greek
κάταργμα — κάταργμα, τὸ (Α) [κατάρχω] (μόνο στον πληθ.) τὰ κατάργματα οι πρώτες προσφορές, τα προσφερόμενα κατά την έναρξη τής τελετής («χέρνιβάς τε καὶ κατάργματα», Ευρ.) … Dictionary of Greek
παρατίθημι — δωρ. και ποιητ. τ. παρτίθημι, μτγν. τ. παρατίθω, ΜΑ 1. θέτω, τοποθετώ κοντά ή μπροστά σε κάποιον 2. παραθέτω, προσφέρω, σερβίρω φαγητό (α. «ἀφοῡ δὲ παραθέσουσι καὶ νίψεται καὶ κάτζει», Πρόδρ. β. «θεὰ παρέθηκε τράπεζαν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. θέτω… … Dictionary of Greek
παρατράπεζο — και παρατραπέζιο, το / παρατράπεζον και παρατραπέζιον, ΝΜ βοηθητική τράπεζα στο Ιερό Βήμα τών ναών πάνω στην οποία είναι στρωμένο το αντιμήνσιο, όπου τοποθετούνται τα προσφερόμενα τίμια δώρα και τα αναγκαία ιερά σκεύη πριν μεταφερθούν στην Αγία… … Dictionary of Greek
παραφέρω — ΝΜΑ, ποιητ. τ. παρφέρω Α, παραφέρνω Ν νεοελλ. βλ. παραφέρνω νεοελλ. αρχ. μέσ. παραφέρομαι εξάπτομαι, παρεκτρέπομαι μσν. αρχ. επικαλούμαι («πίστεις παραφέροντες τοῡ μὴ βεβαίως αυτοὺς διηλλάχθαι», Δίον. Αλ) αρχ. 1. (σχετικά με φαγητά και… … Dictionary of Greek
ποτήρι — το / ποτήριον, ΝΜΑ, και ποτίρριον Α [ποτήρ] 1. δοχείο, συνήθως γυάλινο, με το οποίο πίνει κανείς ένα υγρό 2. η ποσότητα υγρού που περιέχει ένα τέτοιο δοχείο, το περιεχόμενό του («ήπιε πέντε ποτήρια μπίρα») 3. μτφ. θλίψη, στενοχώρια, πικρία,… … Dictionary of Greek
προσφέρω — ΝΜΑ, και προσφέρνω Ν, και δωρ. τ. ποτιφέρω Α [φέρω] 1. δίνω κάτι ευγενικά ως δώρο, δωρίζω, χαρίζω (α. «η εταιρεία τού προσέφερε για τις υπηρεσίες του ένα ταξίδι» β. «καὶ δῶρα... χρυσοῡ τε καὶ ἀργύρου προσεφέρετο», Θουκ.) 2. (σχετικά με έδεσμα ή… … Dictionary of Greek